υφαλόχρωμα

υφαλόχρωμα
το, -ατος
(ναυτ.), χημική σκευασία για επάλειψη στα ύφαλα των πλοίων ή των σημαντήρων, τα οποία προφυλάγει από τη διάβρωση της θάλασσας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υφαλόχρωμα — το, Ν (ναυτ. χημ.) το χρώμα μοράβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + χρώμα. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. peintures sousmarines] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”